- οξαλοξικός
- -ή, -όφρ. α) «οξαλοξικό οξύ»χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό κετονοξύ, γνωστή και ως βουτανοδιοϊκό οξύβ) «οξαλοξική αποκαρβοξυλάση»(βιοχ.) κοινή ονομασία ενζύμου τής τάξης τών λυασών που καταλύει την αποκαρβοξυλίωση τού οξαλοξικού οξέος προς πυροσταφυλικό οξύ.
Dictionary of Greek. 2013.